δίθυρα

δίθυρα
δίθυρος
with two doors
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δίθυρα — Γένος μαλακίων που το σώμα τους είναι κλεισμένο σε όστρακο με δύο θυρίδες. Στη συστηματική ζωολογία, ο όρος δ. είναι συνώνυμος με τα ακέφαλα και ελασματοβράγχια. * * * τα (AM δίθυρα) βλ. δίθυρος …   Dictionary of Greek

  • πίννα — Δίθυρα μαλάκια, διαδεδομένα στις εύκρατες ή θερμές θάλασσες, τα οποία ανήκουν στην οικογένεια των Αβικουλιδών. Τα ελασματοβράγχια αυτά εκκρίνουν από το πόδι μια μακριά και απαλή βύσσο, κατάλληλη για να υφανθεί· το όστρακό τους έχει μακρές ίσες… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • BIFORA — apud Vittuvium l. 4. c. 6. de Foribus, Ipsaque forum ornamenta non funt cestrota, neque bifora, sed valvata: Graece sunt Δίθυρα vel συνδρομάδες θύραι; fores videl. ad imum divisae, in quibus duae θύραι, in suis quaeque catdinibus vertunt in medio …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DITHYRA — Graece Δίθυρα, ianuae sunt quadrifores, quarum singulae tabellae duplicantur, vel Δικλίδες, quae in singulis partibus, ima et summad duplices habent tabulas, hinc Quadrifores dictae Vitruv. ubi de foribus, Graecis aliter Συνδρομάδες. A quibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε …   Dictionary of Greek

  • ελασματοβράγχια — Υφομοταξία αμφιπλευροσυμμετρικών μαλακίων, με ατροφική ή χωρίς καθόλου κεφαλή. Η ονομασία τους οφείλεται στην παρουσία δύο φυλλοειδών βραγχίων, τα οποία αποτελούνται από ελασματοειδή βραγχιακά ινίδια. Τα ε. λέγονται και πελεκύποδα, γιατί το πόδι… …   Dictionary of Greek

  • FORES, a FORO — an quia foras aperiebantur, Serv. Priscorum enim aedes Fores habuêrunt, quae exterius atqueve in viam explicarentur: proin, non extrorsum solum annulum fer reum vel aeneum habuêrunt, Corvum sive Cornicem Iulio Polluci dictum, ut ex Plauto… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αχηβάδα — η γενική κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα δίθυρα μαλάκια, συνήθως εδώδιμα 2. η κόγχη του Αγίου Βήματος των ναών 3. κοιλότητα στον τοίχο. [ΕΤΥΜΟΛ. (α)χηβάδα < χημάδα < αρχ. μσν. χήμη «αχηβάδα» βλ. και λ. χηβάδα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”